δισέλιδος

δισέλιδος
-η, -ο
1. αυτός που καταλαμβάνει δύο σελίδες: Το άρθρο είναι δισέλιδο.
2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες: Η τάξη μας εκδίδει ένα δισέλιδο κάθε μήνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δισέλιδος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, εκτείνεται σε δύο σελίδες («δισέλιδο άρθρο») 2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, μονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σελίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γρηγόριο Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”