- δισέλιδος
- -η, -ο1. αυτός που καταλαμβάνει δύο σελίδες: Το άρθρο είναι δισέλιδο.2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες: Η τάξη μας εκδίδει ένα δισέλιδο κάθε μήνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.